- συγκαταστρεφόμεθα
- συγκαταστρέφωbring to an end togetherpres ind mp 1st plσυγκαταστρέφωbring to an end togetherimperf ind mp 1st pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκαταστρέφω — ΜΑ μέσ. συγκαταστρέφομαι καθυποτάσσω μαζί ή συγχρόνως («τοὺς ἀφισταμένους τῆς ἀρχῆς τῆς βασιλέως συγκαταστρεφόμεθα», Ισοκρ.) αρχ. τελειώνω μαζί … Dictionary of Greek